φωσφοπρωτεΐνη

φωσφοπρωτεΐνη
η, Ν
(βιοχ.) ετεροπρωτεΐνη η οποία περιέχει φωσφόρο με τη μορφή τού φωσφορικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosphoprotein].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωσβιτίνη — η, Ν (βιοχ.) φωσφοπρωτεΐνη με ασυνήθη σύσταση αμινοξέων, καθώς το ένα τρίτο από αυτά που περιέχει αντιπροσωπεύεται από το αμινοξύ φωσφοβερίνη, η οποία απαντά στον κρόκο τού αβγού, ιδίως τών αμφιβίων, καθώς και στο σπέρμα τών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”